- ωκιων
- ὠκίων(= ὠκύτερος) compar. к ὠκύς См. ωκυς
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκίων — ὤκιον, Α (συγκριτ. βαθμός τού ὠκύς) ταχύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠκύς] … Dictionary of Greek
ὠκίων — ὠκύς quick masc/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… … Dictionary of Greek